- Ἠλέκτρᾳ
- Ἠλέκτρᾱͅ , Ἠλέκτρηfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἠλέκτρα — Ἠλέκτρᾱ , Ἠλέκτρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλεκτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Αγαμέμνονα, όπως διαδόθηκε μέσω της ποιητικής παράδοσης. Οι Έλληνες τραγικοί (ο Αισχύλος στις Χοηφόρους, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης στην Ηλέκτρα) διέδωσαν τον μύθο κατά τον οποίο η Η. εκδικείται την… … Dictionary of Greek
Ηλέκτρα — η αρχαίο και νεότερο κύριο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἤλεκτρα — ἤλεκτρον amber neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αποστόλου, Ηλέκτρα — (Αθήνα 1912 – 1944). Ηρωίδα της Εθνικής Αντίστασης. Συνδέθηκε νεότατη με το κομουνιστικό κίνημα και επί δικτατορίας Μεταξά υπέστη διώξεις. Μετά την είσοδο των κατακτητών συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του εαμικού αντιστασιακού κινήματος. Το… … Dictionary of Greek
Электра — (Ήλέκτρα): 1) дочь Океана, супруга Тавманта, от которого у нее родились Ирида и Гарпии; 2) дочь Атланта, одна из семи Плеяд. Легенды о ней приурочивались к острову Самофракии, получившему название острова Э. . Здесь, по преданию, Зевс вступил с Э … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἠλέκτραι — Ἠλέκτρᾱͅ , Ἠλέκτρη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλέκτραν — Ἠλέκτρᾱν , Ἠλέκτρη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἠλέκτρας — Ἠλέκτρᾱς , Ἠλέκτρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek